- φθηνοδουλειά
- ηβλ. φτηνοδουλειά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φθηνοδουλειά — η, Ν βλ. φτηνοδουλειά … Dictionary of Greek
φτηνοδουλειά — και φθηνοδουλειά, η, Ν 1. δουλειά που απαιτεί μικρή δαπάνη, φτηνή δουλειά 2. ευτελές, κακότεχνο κατασκεύασμα … Dictionary of Greek